εμβόλιμος

εμβόλιμος
ος , ον вставленный; интерполированный;

§ εμβόλιμος ημέρα 29 — февраля


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εμβόλιμος" в других словарях:

  • ἐμβόλιμος — intercalated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβόλιμος — ή, ο (AM ἐμβόλιμος, ον) 1. αυτός που παρεμβάλλεται ή έχει παρεμβληθεί, τοποθετηθεί κατ εξαίρεση μέσα σε κανονική σειρά (α. «εμβόλιμη συνεδρία» β. «εμβόλιμη ημέρα» η 29η Φεβρουαρίου στα δίσεκτα έτη) 2. φρ. «εμβόλιμοι στίχοι», «ἐμβόλιμα ἔπη»… …   Dictionary of Greek

  • εμβόλιμος — η, ο που μπαίνει ανάμεσα, που παρεμ βάλλεται: Η 29η Φεβρουαρίου είναι εμβόλιμη ημέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμβόλιμον — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem acc sg ἐμβόλιμος intercalated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμοις — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμου — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμους — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμων — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβολίμῳ — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβόλιμα — ἐμβόλιμος intercalated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμβόλιμοι — ἐμβόλιμος intercalated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»